αζηλία

αζηλία
η (Α ἀζηλία) [ἄζηλος]
νεοελλ.
έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι
αρχ.
1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου
2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀζηλία — ἀζηλίᾱ , ἀζηλία simplicity fem nom/voc/acc dual ἀζηλίᾱ , ἀζηλία simplicity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζηλίας — ἀζηλίᾱς , ἀζηλία simplicity fem acc pl ἀζηλίᾱς , ἀζηλία simplicity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζηλίαν — ἀζηλίᾱν , ἀζηλία simplicity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”